- τέγος
- -εος και -ους, τὸ, ΜΑπορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ.β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.)αρχ.1. στέγη («τέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.)2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- τού στέγω* (< ΙΕ ρίζα *[s]teg- + κατάλ. ουδ. -ος (πρβλ. και στέγος].
Dictionary of Greek. 2013.